-
1 άλγημα
-
2 ἄλγημα
-
3 ἄλγημα
-ατος τό N 3 0-0-0-3-0=3 Ps 38(39),3; Eccl 1,18; 2,23pain, grief -
4 ἄλγημα
ἄλγ-ημα, τό, -
5 αλγήμαθ'
ἀλγήματα, ἄλγημαpain felt: neut nom /voc /acc plἀλγήματι, ἄλγημαpain felt: neut dat sgἀλγήματε, ἄλγημαpain felt: neut nom /voc /acc dual -
6 ἀλγήμαθ'
ἀλγήματα, ἄλγημαpain felt: neut nom /voc /acc plἀλγήματι, ἄλγημαpain felt: neut dat sgἀλγήματε, ἄλγημαpain felt: neut nom /voc /acc dual -
7 άλγημ'
ἄλγημα, ἄλγημαpain felt: neut nom /voc /acc sgἄ̱λγημαι, ἀλγέωfeel bodily pain: perf ind mp 1st sg (doric aeolic) -
8 ἄλγημ'
ἄλγημα, ἄλγημαpain felt: neut nom /voc /acc sgἄ̱λγημαι, ἀλγέωfeel bodily pain: perf ind mp 1st sg (doric aeolic) -
9 αλγημάτων
-
10 ἀλγημάτων
-
11 αλγήμασι
-
12 ἀλγήμασι
-
13 αλγήμασιν
-
14 ἀλγήμασιν
-
15 αλγήματα
-
16 ἀλγήματα
-
17 αλγήματι
-
18 ἀλγήματι
-
19 αλγήματος
-
20 ἀλγήματος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άλγημα — ἄλγημα, το (Α) [ἀλγῶ] πόνος (που τόν αισθάνεσαι ή τόν προκαλείς), οδύνη … Dictionary of Greek
ἄλγημα — pain felt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλγημ' — ἄλγημα , ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc sg ἄ̱λγημαι , ἀλγέω feel bodily pain perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγημάτων — ἄλγημα pain felt neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγήμασι — ἄλγημα pain felt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγήμασιν — ἄλγημα pain felt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγήματα — ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγήματι — ἄλγημα pain felt neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγήματος — ἄλγημα pain felt neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγήμαθ' — ἀλγήματα , ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc pl ἀλγήματι , ἄλγημα pain felt neut dat sg ἀλγήματε , ἄλγημα pain felt neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλγώ — ἀλγῶ ( έω) (Α) 1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο 2. είμαι ασθενής, υποφέρω 3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι 4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις] … Dictionary of Greek